Διαίρεση τῶν ῥημάτων σε –μι
Τὰ ῥήματα τῆς β’ συζυγίας, δηλ. ὅσα λήγουν σὲ -μι, διαιροῦνται κατὰ τὸ χαρακτῆρα τοῦ ῥηματικοῦ θέματος, ὅπως καὶ τὰ ῥήματα τῆς α’ συζυγίας:
α) σὲ φωνηεντόληκτα: ἵ-στη-μι (ῥ. θ. στη-)
Ἐνεστώτας παρατατικὸς καὶ ἀόριστος β’ τῶν φωνηεντόληκτων ῥημάτων σὲ -μι
Τὰ φωνηεντόληκτα ῥήματα σὲ -μι κανονικὰ σχηματίζουν τὸ θέμα τοῦ ἐνεστώτα (καὶ τοῦ παρατατικοῦ) ἀπὸ τὸ ῥηματικὸ θέμα, ἀφοῦ προστεθεῖ στὴν ἀρχὴ ὁ ἐνεστωτικὸς ἀναδιπλασιασμός, δηλαδὴ ἡ ἐπανάληψη τοῦ ἀρχικοῦ συμφώνου τοῦ ῥηματικοῦ θέματος μαζὶ μὲ ἕνα ι:
(ῥ. θ. στη-, σί-στη-μι) ἵ-στη-μι (=στήνω)
(ῥ. θ. θη-, θι-θη-μι) τί-θη-μι (=θέτω)
(ῥ. θ. jη-, jί-jη-μι) ἵ-η-μι (=ῥίχνω)
(ῥ. θ. δω-, δί-δω-μι) δί-δω-μι (=δίνω)
Τὰ φωνηεντόληκτα ῥήματα σὲ -μι γενικά, ὅπως καὶ τὰ συμφωνόληκτα, διαφέρουν ἀπὸ τὰ ῥήματα σὲ -ω μόνο κατὰ τὸ σχηματισμὸ τοῦ ἐνεστώτα καὶ τοῦ παρατατικοῦ τῆς ἐνεργητικῆς καὶ μέσης φωνῆς.
Ἀλλὰ τέσσερα μόνο φωνηεντόληκτα σὲ -μι, δηλαδὴ τὰ ῥήματα ἵστημι, τίθημι, ἵημι καὶ δίδωμι, διαφέρουν ἀπὸ τὰ ῥήματα σὲ -ω κατὰ τὸ σχηματισμὸ τοῦ β’ ἀορίστου.
Τὰ τέσσερα αὐτὰ ῥήματα στοὺς χρόνους αὐτούς, δηλαδὴ στὸν ἐνεστώτα, τὸν παρατατικὸ καὶ τὸν β’ ἀόριστο, κλίνονται κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο:
Παραδείγματα φωνηεντόληκτων ῥημάτων σὲ -μι (ἵστημι, θ. στη-, στα-΄ τίθημι, θ. θη-, θε-΄ ἵημι, θ. ἡ-, ἑ-΄ δίδωμι, θ. δω-, δο-)
Α’ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
| Ἐνεστῶτας | Παρατατικός | Ἀόριστος β’ | |||||||||
ὁριστική | ἵ-στη-μι ἵ-στη-ς ἵ-στη-σι(ν) ἵ-στα-μεν ἵ-στα-τε ἱ-στᾶσι(ν) ἵ-στα-τον ἵ-στα-τον
| ἵ-στη-ν ἵ-στη-ς ἵ-στη ἵ-στα-μεν ἵ-στα-τε ἵ-στα-σαν ἵ-στα-τον ἱ-στά-την
| ἔ-στη-ν ἔ-στη-ς ἔ-στη ἔ-στη-μεν ἔ-στη-τε ἔ-στη-σαν ἔ-στη-τον ἐ-στή-την
| |||||||||
ὑποτακτική | ἱ-στῶ ἱ-στῇς ἱ-στῇ ἱ-στῶμεν ἱ-στῆτε ἱ-στῶσι(ν) ἱ-στῆ-τον ἱ-στῆ-τον
| | στῶ στῇς στῇ στῶμεν στῆτε στῶσι(ν) στῆτον στῆτον
| |||||||||
εὐκτική | ἱ-σταίη-ν ἱ-σταίη-ς ἱ-σταίη ἱ-σταίη-μεν ἱ-σταίη-τε ἱ-σταίη-σαν ἱ-σταῖ-τον ἱ-σταί-την
| | σταίη-ν σταίη-ς σταίη σταίη-μεν (σταῖμεν) σταίη-τε (σταῖτε) σταίη-σαν (σταῖεν) σταῖ-τον σταί-την
| |||||||||
προστακτική | - ἵ-στη ἱ-στά-τω - ἵ-στα-τε ἱ-στά-ντων (ἱ-στά-τωσαν) ἵ-στα-τον ἱ-στά-των
| | στῆ-θι στή-τω στῆ-τε στάν-των (στή-τωσαν) στῆ-τον στή-των
| |||||||||
ἀπαρέμφατο | ἱ-στά-ναι
| | στῆναι
| |||||||||
μετοχή | ἱ-στάς (γεν. ἱστάντος) ἱ-στᾶ-σα (γεν. ἱστάσης) ἱ-στά-ν (γεν. ἱστάντος)
| | στάς (στάντος) στᾶσα (στάσης) στάν (στάντος)
|
Β’ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
| Ἐνεστῶτας | Παρατατικός | Ἀόριστος β’ | ||||||||
ὁριστική | ἵ-στα-μαι ἵ-στα-σαι ἵ-στα-ται ἱ-στά-μεθα ἵ-στα-σθε ἱ-στα-νται ἵ-στα-σθον ἵ-στα-σθον
| ἱ-στά-μην ἵ-στα-σο ἵ-στα-το ἱ-στά-μεθα ἵ-στα-σθε ἵ-στα-ντο ἵ-στα-σθον ἱ-στά-σθην
| ἔ-θέ-μην ἔ-θου ἔ-θε-το ἐ-θέ-μεθα ἔ-θε-σθε ἔ-θε-ντο ἔ-θε-σθον ἐ-θέ-σθην
| ||||||||
ὑποτακτική | ἱ-στῶ-μαι ἱ-στῇ ἱ-στῆ-ται ἱ-στώμεθα ἱ-στῆσθε ἱ-στῶνται ἱ-στῆσθον ἱ-στῆσθον
| | θῶμαι θῇ θῇται θώμεθα θῆσθε θῶνται θῆσθον θῆσθον
| ||||||||
εὐκτική | ἱ-σταί-μην ἱ-σταί-ο ἱ-σταί-το ἱ-σταί-μεθα ἱ-σταῖ-σθε ἱ-σταῖ-ντο ἱ-σταῖ-σθον ἱ-σταί-σθην
| |
| ||||||||
προστακτική | - ἵ-στά-σο (ἵστω) ἱ-στά-σθω - ἵ-στα-σθε ἱ-στά-σθων (-σθωσαν) ἵ-στα-σθον ἱ-στά-σθων
| |
| ||||||||
ἀπαρέμφατο | ἵ-στα-σθαι
| |
| ||||||||
μετοχή | ἱ-στά-μενος ἱ-στα-μένη ἱ-στά-μενον
| |
|
ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΕ –ΜΙ
Οἱ ἄλλοι χρόνοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐνεστώτα, παρατατικό καὶ ἀόριστο β’, τῶν φωνηεντόληκτων ῥημάτων ἵστημι, τίθημι, ἵημι καὶ δίδωμι σχηματίζονται κανονικὰ ὅπως καὶ τῶν φωνηεντόληκτων ῥημάτων σὲ -ω, δηλ. ἀπὸ τὸ ἱσχυρὸ ἤ ἀδύνατο θέμα καὶ μὲ τὶς ἀντίστοιχες καταλήξεις, ἀλλὰ καὶ μὲ κάποιες ἀνωμαλίες, ὅπως φαίνεται στὸν παρακάτω συνολικὸ πίνακα:
α) ἵ-στη-μι (=στήνω) (ῥ. θ. στη- καὶ στα-),
παρατ. ἵ-στη-ν,
μέλλ. στήσω,
ἀόρ. α’ ἔ-στη-σα,
ἀόρ. β’ ἔ-στη-ν,
παρακ. ἕ-στη-κα,
ὑπερσ. εἱ-στή-κειν καὶ ἑ-στή-κειν,
συντ. μέλλ. ἑ-στή-ξω,
μέσ. καὶ παθ. ἵ-στα-μαι,
παρατ. ἱστά-μην,
μέσ. μέλλ. στή–σομαι,
μέσ. ἀόρ. α’ ἐ-στη-σάμην,
παθ. μέλλ. στα-θήσομαι,
παθ. ἀόρ. ἐ-στά-θην,
ῥημ. ἐπίθ. ἀνά-στα-τος, ἀν-υπό-στατος, ἀπο-στα-τέον.
Παράγ. στά-σις, ἐπι-στά-της, στα-θμός, στή-λη, στή-μων κτλ.
β) τί-θη-μι (=θέτω) (ῥ. θ. θη- καὶ θε-),
παρατ. ἐ-τί-θην,
μελλ. θή-σω,
ἀόρ. ἔ-θη-κα,
παρακ. τέ-θη-κα ἤ τέ-θει-κα.
Μεσ. καὶ παθ. τί-θε-μαι,
παρατ. ἐ-τι-θέ-μην,
μέσ. μέλλ. θή-σομαι,
μέσ. ἀόρ. β’ ἐ-θέ-μην,
παθ. μέλλ. τε-θή-σομαι,
παθ. ἀόρ. ἐ-τέ-θην,
παρακ. μέσ. τέ-θει-μαι,
παρακ. παθ. κεῖμαι (=εἶμαι τοποθετημένος ἀπὸ κάποιον),
ὑπερσ. παθ. ἐ-κεί-μην.
Ῥημ. ἐπίθ. θετός, πρόσθε-τος ἤ προσθε-τός, σύν-θε-τος, θε-τέον κτλ.
Παράγ. θῆ-μα, ἀ-νά-θη-μα(=ἀφιέρωμα), θέ-σις κτλ.
γ) ἵ-η-μι (=ῥίχνω) (ῥ. θ. jη- = ἡ- καὶ je- = ἑ-),
παρατ. ἵ-η-ν,
μέλλ. ἤ-σω,
ἀόρ. ἧ-κα,
παρακ. εἷ-κα.
Μέσ. καὶ παθ. ἵ-ε-μαι,
παρατ. ἱ-έ-μην,
μέσ. μέλλ. -ή-σο-μαι (ἀφ-ή-σο-μαι),
μέσ. ἀόρ. α’ –η-κά-μην (προ-η-κά-μην),
μέσ. ἀόρ. β’ –εί-μην (ἀφ-εί-μην, ἀφ-εῖσο, άφ-εῖτο κτλ.),
παθ. μέλλ. –ε-θήσομαι (ἀφ-ε-θήσομαι),
παθ. ἀόρ. –εί-θην (ἀφ-εί-θην, ὑποτ. ἀφ-ε-θῶ κτλ.),
παρακ. –εῖ-μαι (ἀφ-εῖ-μαι),
ὑπερσ. –εί-μην (ἀφ-εί-μην, ἀφ-εῖ-σο, ἀφ-εῖ-το κτλ.).
Ῥημ. ἐπίθ. (ἑ-τός) κάθ-ετος, ἄφ-ε-τος, συν-ε-τός.
Παράγ. ἄν-ε-σις, ἄφ-ε-σις, ἔν-ε-σις, σύν-ε-σις κτλ., ἀφ-έ-της κτλ.
δ) δί-δω-μι (=δίνω) (ῥ. θ. δω- καὶ δο-),
παρατ. ἐ-δί-δουν (-ους, -ου),
μέλλ. δώ-σω,
ἀόρ. ἔ-δω-κα,
παρακ. δέ-δω-κα,
ὑπερσ. ἐ-δε-δώ-κειν,
συντελ. μέλλ. δεδωκὼς ἔσομαι.
Μέσ. καὶ παθ. δί-δο-μαι,
παρατ. ἐ-δι-δό-μην,
μέσ. μέλλ. δώ-σομαι,
μέσ. ἀόρ. β’ ἐ-δό-μην,
παθ. μέλλ. δο-θήσομαι,
παθ. ἀόρ. ἐ-δό-θην,
παρακ. δέ-δο-μαι,
ὑπερσ. ἐ-δε-δό-μην.
Ῥημ. ἐπίθ. δο-τός, δο-τέος.
Παράγ. δό-σις, δο-τήρ, δῶ-ρον κτλ.